- θεο-λαμπής
θεο-λαμπής, ές, von Gott glänzend, Synes. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-λαμπής, ές, von Gott glänzend, Synes. H.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεολαμπής — θεολαμπής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει θεία λάμψη («θεολαμπεῖς ἀρεταί», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, υπο λαμπής] … Dictionary of Greek