λιθο-γνώμων

λιθο-γνώμων

λιθο-γνώμων, ον, Steine, bes. Edelsteine kennend, Iulian.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοσογνώμων — νοσογνώμων, ον (Α) νοσογνωμονικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο γνώμων, λιθο γνώμων)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρογνώμων — όγνωμον, Μ μτφ. ισχυρογνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. λιθο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • υδρογνώμονας — ο / ὑδρογνώμων, όνος, ΝΜ αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τους τόπους κάτω από τους οποίους υπάρχει νερό, με σκοπό τη διάνοιξη φρέατος, υδροσκόπος νεοελλ. μετρητής κατανάλωσης νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γνώμων (< γνώμων <… …   Dictionary of Greek

  • λιθογνώμονας — ο, η (Α λιθογνώμων, όγνωμον) ο ειδικός σε θέματα σχετικά με τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθο(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”