- λιθο-γλώχῑν
λιθο-γλώχῑν, ῑνος, mit steinerner Spitze, Nonn. D. 6, 138. 40, 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-γλώχῑν, ῑνος, mit steinerner Spitze, Nonn. D. 6, 138. 40, 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριγλώχιν — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει φλογερή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωχίν «άκρο, γωνία» (πρβλ. λιθο γλώχιν)] … Dictionary of Greek