λιθο-γλύφος

λιθο-γλύφος

λιθο-γλύφος, ὁ, = λιϑογλύπτης, Luc. somn. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καρδαμογλύφος — καρδαμογλύφος, ὁ (Α) αυτός που σχίζει, που χωρίζει στη μέση το κάρδαμο, φιλάργυρος, τσιγκούνης, ξηνταβελόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ, αγαλματο γλύφος, λιθο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • καρδοπογλύφος — ο (Α) αυτός που κατασκευάζει καρδόπους, σκάφες για ζύμωμα ή άλλα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρδοπος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • κερατογλύφος — κερατοφλύφος, ον (Α) αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • σμιλιγλύφος — ον, Α αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος. Το ι τοῦ α συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον] …   Dictionary of Greek

  • στυλογλύφος — ον, Α αυτός που σκαλίζει, που κατασκευάζει στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • στυπογλύφος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κόβει κορμούς δένδρων ή μίσχους λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος] …   Dictionary of Greek

  • τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”