- παρ-αιολίζω
παρ-αιολίζω, betrügen, Lycophr. 1094. 1380, παραιολίξει, τὴν παρϑένον παραιολίξας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιολίζω, betrügen, Lycophr. 1094. 1380, παραιολίξει, τὴν παρϑένον παραιολίξας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
παραιολίζω — ΜΑ εξαπατώ, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰολίζω «εξαπατώ» (< αἰόλος»δόλιος, πανούργος»)] … Dictionary of Greek