- παρα-κολλάω
παρα-κολλάω, darauf leimen, anheften, Hippocr. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κολλάω, darauf leimen, anheften, Hippocr. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρακεκολλημένα — παρά κολλάω glue perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic ionic) παρακεκολλημένᾱ , παρά κολλάω glue perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic ionic) παρακεκολλημένᾱ , παρά κολλάω glue perf part mp fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκόλλησε — παρά κολλάω glue aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek