λιθο-βόλος

λιθο-βόλος

λιθο-βόλος, mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιϑοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιϑοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιϑόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοβόλος — ἰχθυοβόλος, ον (AM) μσν. ιχθυβόλος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο βόλος, λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • φωτοβόλος — α, ο / φωτοβόλος, ον, ΝΜ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός νεοελλ. μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος, πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] …   Dictionary of Greek

  • σπερμοβόλος — ον, Α αυτός που σπέρνει τον αγρό, ο σποριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …   Dictionary of Greek

  • φωνοβόλος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • πετροβόλος — ο / πετροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.) αρχ. 1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α.… …   Dictionary of Greek

  • πλινθοβόλος — ὁ, Α αυτός που οικοδομεί με πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”