- λιθο-ξόος
λιθο-ξόος, Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-ξόος, Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… … Dictionary of Greek
μονόξοος — μονόξοος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
ολκοξόος — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ολκών, δηλαδή αυλάκων, γλυφών ή εντομών σε μεταλλικά τεμάχια ή σε ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
τυροξόος — ον Α (για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek