- λιθο-σπαδής
λιθο-σπαδής, ἁρμός, ὁ, ein durch Wegreißen, σπάω, eines Steines entstandener Spalt, Soph. Ant. 1201, Schol. ὡς λίϑου ἀποσπασϑέντος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-σπαδής, ἁρμός, ὁ, ein durch Wegreißen, σπάω, eines Steines entstandener Spalt, Soph. Ant. 1201, Schol. ὡς λίϑου ἀποσπασϑέντος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροσπαδής — νευροσπαδής, ές (Α) (για βέλος) με την νευρά τεντωμένη, έτοιμος για ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή τόξου» + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. λιθο σπαδής, νεο σπαδής] … Dictionary of Greek