- θεο-θρέμμων
θεο-θρέμμων, gottgenährt, übertr. σιγή, orac. bei Procl. zu Plat. Alc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-θρέμμων, gottgenährt, übertr. σιγή, orac. bei Procl. zu Plat. Alc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοθρέμμων — θεοθρέμμων, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τον θεό, αυτός που συντηρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, χιονο θρέμμων] … Dictionary of Greek