- θεο-κήρυξ
θεο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκήρυξ — θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ) ο κήρυκας τού θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο τού θεού αρχ. πληθ. oἱ θεοκήρυκες οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * +… … Dictionary of Greek
καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… … Dictionary of Greek