θεο-κίνητος

θεο-κίνητος

θεο-κίνητος, Erkl. von ϑέορτος, Schol. Pind. Ol. 2, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατροκίνητος — ον, ΜΑ αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεο κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • χριστοκίνητος — ον, ΜΑ εκκλ. αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κίνητος (< κινητός < κινῶ), πρβλ. θεο κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • φιλτροκίνητος — ον, Μ αυτός που διεγείρεται με φίλτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεο κίνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”