- θεο-γενής
θεο-γενής, ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-γενής, ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεηγενής — θεηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ. τού θεογενής) ο γεννημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πρωτο γενής] … Dictionary of Greek
θεογενής — και θεογεννής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
Λητογενής — Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, ές, θηλ. και Λατογένεια (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
κορυφαγενής — κορυφαγενής, ές (Α) 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός 2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. τού κορυφή) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφα γενής] … Dictionary of Greek
κρατογενής — κρατογενής, ές (Α) (για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ), «κεφάλι» + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφο γενής] … Dictionary of Greek
λατυπογενής — ές αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από λατύπες, λατυποπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατύπη + γενής (< γένος), πρβλ. γη γενής, θεο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη] … Dictionary of Greek
λιμναγενής — λιμναγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στην τοποθεσία Λίμναι τής Αθήνας, κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + γενής (< γένος), πρβλ. Διο γενής, θεο γενής] … Dictionary of Greek
λατινογενής — ές 1. αυτός που έχει λατινική προέλευση 2. (κυρίως για γλώσσα) αυτή που προήλθε από την εξέλιξη τής λατινικής γλώσσας, αυτή που έχει ως βάση τη λατινική γλώσσα («η Γαλλική είναι λατινογενής γλώσσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατίνος + γενής (< γένος),… … Dictionary of Greek
μεγαλογενής — μεγαλογενής, ες (Μ) αυτός που κατάγεται από μεγάλη γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γενής(< γένος), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek
μεσσογενής — μεσσογενής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για τα δύο σσ βλ. μέσος) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek
μηλογενής — μηλογενής, δωρ. τ. μαλογενής, ές (Α) αυτός που προήλθε, που γεννήθηκε από πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek