θεη-γενής

θεη-γενής

θεη-γενής, gottgeboren; Orph. Arg. 1344; Qu. Sm. 6, 9; Nonn. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερογενής — ἱερογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που γέννησε ιερό τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. αιθρη γενής, θεη γενής] …   Dictionary of Greek

  • κυθηγενής — κυθηγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυθ τού κεύθω «κρύβω, κρατώ κάτι κρυφό» γενής (< γένος) το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής, θεη γενής)] …   Dictionary of Greek

  • θεηγενής — θεηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ. τού θεογενής) ο γεννημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πρωτο γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”