- θεο-γενεσία
θεο-γενεσία, ἡ, göttliche Geburt, Wiedergeburt durch die Taufe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-γενεσία, ἡ, göttliche Geburt, Wiedergeburt durch die Taufe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεογενεσία — η (Α θεογενεσία) η κατά θεόν γέννηση, η αναγέννηση τού ανθρώπου με το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. αει γενεσία παλιγ γενεσία] … Dictionary of Greek
γενέσιος — ον (AM γενέσιος, ον) [γενέτης] το ουδ. ως ουσ. η επέτειος τής γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών τού παρελθόντος («το Γενέσιον τού Προδρόμου», «τα Γενέσια τής Θεοτόκου») μσν. το ουδ. ως ουσ. η γέννηση αρχ. 1. (για θεό) ο προστάτης ενός… … Dictionary of Greek