λιθικός

λιθικός

λιθικός, die Steine betreffend, τὰ λιϑικά, = λιϑιακά, Orph. Lith.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικός — ή, ό (AM λιθικός, ή, όν) [λίθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους νεοελλ. φρ. «λιθική εποχή» η εποχή τής προϊστορίας τού ανθρώπου και τής ανάπτυξης τής βιοτεχνίας και τού πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • λιθικά — λιθικός of neut nom/voc/acc pl λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc/acc dual λιθικά̱ , λιθικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικῶν — λιθικός of fem gen pl λιθικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικοῖς — λιθικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθικοῦ — λιθικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσολιθικός — ή, ό φρ. «μεσολιθική εποχή» αρχ. προϊστορική περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από τις απαρχές τής παραγωγικής οικονομίας και τοποθετείται στο διάστημα από τη 10η μέχρι την 7η π.Χ. χιλιετία, αλλ. επιπαλαιολιθική εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • lítico — (Derivado del gr. lithos, piedra.) ► adjetivo 1 De la piedra: ■ se han encontrado herramientas líticas en la zona. 2 De la lisis. * * * lítico, a (del gr. «lithikós») adj. De [la, las] piedra[s]; entra especialmente como elemento sufijo en la… …   Enciclopedia Universal

  • CUBITUS et CUBITUM — CUBITUS, et CUBITUM Graece πῆχυς, quod in sumendo cibo Veteres in eo cubabant, uti vidimus supra, ubi de Accumbendi ritu. Idem aegri faciebant, vel collocuturi cum amicis: Corn. Nepos in Attico, c. 21. Hos ut venisse vidit in cubitum nixus; vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηωλιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαιότατη περίοδο ζωής τού προϊστορικού ανθρώπου, κατά την οποία αυτός χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηωλίθους («ηωλιθική εποχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eolithique < eo (πρβλ. ηώς) +… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”