- θεο-γνωσία
θεο-γνωσία, ἡ, Gotterkenntniß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-γνωσία, ἡ, Gotterkenntniß, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] … Dictionary of Greek