θεο-κατ-άρᾱτος

θεο-κατ-άρᾱτος

θεο-κατ-άρᾱτος, von Gott verflucht, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοκατάρατος — η, ο (AM θεοκατάρατος, ον) 1. ο καταραμένος από τον θεό 2. το αρσ. ως ουσ. ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κατ άρατος (< κατ αρώμαι), πρβλ. λαο κατ άρατος, τρισ κατ άρατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”