- θεο-κύμων
θεο-κύμων, ἡ, gottschwanger, Synes. H. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-κύμων, ἡ, gottschwanger, Synes. H. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκύμων — θεοκύμων, ἡ (AM) (για την Παναγία) αυτή που συνέλαβε και γέννησε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κύμων (< κύμα < κυώ), πρβλ. α κύμων, εφι κύμων] … Dictionary of Greek