- λιθεύω
λιθεύω, = λεύω, steinigen, E. M. v. λευρόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθεύω, = λεύω, steinigen, E. M. v. λευρόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθεύω — (Α) [λίθος] λιθοβολώ … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek