- θεο-κτόνος
θεο-κτόνος, Gott tödtend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-κτόνος, Gott tödtend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek