- θεο-κρήπῑς
θεο-κρήπῑς, ῑδος, von Gott gegründet, Ἀϑήνη Nonn. D. 24, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-κρήπῑς, ῑδος, von Gott gegründet, Ἀϑήνη Nonn. D. 24, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκρήπις — θεοκρήπις, ιδος, ή (Α) (για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι κρήπις, εϋ κρήπις] … Dictionary of Greek
μονοκρήπις — μονοκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο κρήπις)] … Dictionary of Greek