λεοντική

λεοντική

λεοντική, , eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεοντική — fem nom/voc sg (attic epic ionic) λεοντικός of a lion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντική — η (Α λεοντική) [λεοντικός] γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες αρχ. είδος βαφής …   Dictionary of Greek

  • λεοντικά — λεοντικά̱ , λεοντική fem nom/voc/acc dual λεοντικά̱ , λεοντική fem nom/voc sg (doric aeolic) λεοντικός of a lion neut nom/voc/acc pl λεοντικά̱ , λεοντικός of a lion fem nom/voc/acc dual λεοντικά̱ , λεοντικός of a lion fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπέταλον — λεοντοπέταλον, τὸ (Α) είδος τού φυτού λεοντική …   Dictionary of Greek

  • πορδάλας — ο, Ν κοινή ονομασία τού φυτού λεοντική το λεοντοπέταλο, αλλ. πουρδάλα ή φούσκα …   Dictionary of Greek

  • πουρδάλα — η, Ν κοινή ονομασία τού φυτού λεοντική …   Dictionary of Greek

  • τσάκρα — η, Ν 1. κοινή ονομασία είδους τού φυτού λεοντική 2. άλλη κοινή ονομασία τής παπαρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία απαντά κυρίως στην Κύπρο (πρβλ. και τις παρλλ. ονομ. τσακροπιτσούλα, τσακροπιτοπούλα)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόγονος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσόγονον (κατά τον Διοσκ.) το φυτό λεοντική 2. φρ. «χρυσόγονος γενεά» οι Πέρσες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κατάγονταν από τον Περσέα, τον οποίο συνέλαβε η Δανάη από τον Δία, όταν αυτός τήν πλησίασε… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόσπερμον — τὸ, Α το φυτό αείζωο 2. το φυτό λεοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σπερμον, ουδ. τού σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ἀρακό σπερμον] …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԻՒԾԱԽՈՏ — ( ) NBH 1 0305 Chronological Sequence: 12c գ. Անուն խոտոյ. որ թուի որպէս յն. λεοντική leontice (herba) *Վասն խոտին, որ անուանեալ կոչի խատխալ, եւ ոմանք առիւծախոտ ասեն. ինքն հետ հնդանացն լինի, եւ խածփրէ զբոյսն, եւս առաւել զբակլայն. Վստկ. ՟Ի՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”