- λεοντικός
λεοντικός, den Löwen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντικός, den Löwen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντικός — λεοντικός, ή, όν (Α) [λέων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι … Dictionary of Greek
λεοντικά — λεοντικά̱ , λεοντική fem nom/voc/acc dual λεοντικά̱ , λεοντική fem nom/voc sg (doric aeolic) λεοντικός of a lion neut nom/voc/acc pl λεοντικά̱ , λεοντικός of a lion fem nom/voc/acc dual λεοντικά̱ , λεοντικός of a lion fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
λεοντική — η (Α λεοντική) [λεοντικός] γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες αρχ. είδος βαφής … Dictionary of Greek
λεοντική — fem nom/voc sg (attic epic ionic) λεοντικός of a lion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)