- λεοντό-ψῡχος
λεοντό-ψῡχος, löwenherzig, Schol. Il. 5, 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-ψῡχος, löwenherzig, Schol. Il. 5, 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρόψυχος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή ψυχή, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντό ψυχος] … Dictionary of Greek
σκυλόψυχος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που έχει ψυχή σκύλου, σκληρός, ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ψύχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντό ψυχος] … Dictionary of Greek