- λεοντό-χλαινος
λεοντό-χλαινος, mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-χλαινος, mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
λινόχλαινος — λινόχλαινος, ον (Α) αυτός που έχει λινή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρό χλαινος, λεοντό χλαινος] … Dictionary of Greek
μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] … Dictionary of Greek