- λεοντό-πους
λεοντό-πους, -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-πους, -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόπους — κεφαλόπους, οδός, ὁ (Α) στον πληθ. οι κεφαλόποδες τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό πους, λεοντό πους] … Dictionary of Greek
κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… … Dictionary of Greek
κορωνόπους — ο (Α κορωνόπους, οδος) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών σταυρανθών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια θρασσικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πους (< πούς), πρβλ. κυνό πους, λεοντό πους] … Dictionary of Greek
στρουθόπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια 2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό πους] … Dictionary of Greek
τραγόπους — ουν, ΝΑ (λόγιος τ.) τραγοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό πους] … Dictionary of Greek
κλινοπόδιο — το (Α κλινοπόδιον) νεοελλ. γένος δικοτυλήδονων φυτών με ρόδινα ή πορφυρόχρωμα άνθη αρχ. αρωματικό φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με τα πόδια κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πόδιον (< πόδιον < πούς, ποδός), πρβλ. κυνο πόδιον, λεοντο πόδιον] … Dictionary of Greek