- λεοντό-παρδος
λεοντό-παρδος, ὁ, der Leopard, sonst λεόπαρδος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντό-παρδος, ὁ, der Leopard, sonst λεόπαρδος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος … Dictionary of Greek