λιθό-βλητος

λιθό-βλητος

λιθό-βλητος, mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιϑοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιϑοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] …   Dictionary of Greek

  • πετρόβλητος — ον, Μ 1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας 2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”