- λιθό-δμητος
λιθό-δμητος, von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθό-δμητος, von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
σιόδματος — ον, Α (δωρ. τ.) θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + δματος / δμητος (< δέμω), πρβλ. λιθό δμητος] … Dictionary of Greek
χειρόδμητος — ον, Α χτισμένος με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δμητός (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λιθό δμητος] … Dictionary of Greek