λε-ουργός

λε-ουργός

λε-ουργός, = λεωργός, Poll. 3, 134.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ουργός — (ΑΜ ουργός) βλ. λ. έργο …   Dictionary of Greek

  • θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ζυμουργός — ζυμουργός, όν (Α) αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • ηπατουργός — ἡπατουργός, όν (Α) (για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ουργός < έργον (πρβλ. δραματ ουργός, κερατ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσουργός — θαλασσουργός, ό (Α) αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουργός (< έργο), πρβλ. δραματ ουργός, θαυματ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • θαυμασιουργία — θαυμασιουργία, ἡ (Α) 1. θαυματοποιία, ταχυδακτυλουργία ή μαγεία 2. φρ. «λέξεως θαυμασιουργία» μαγεία τής γλώσσας, τού λόγου (Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάσιος + ουργία (< ουργός < έργον), πρβλ. αμπελ ουργία (< αμπελ ουργός), υπ ουργία… …   Dictionary of Greek

  • θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θεμιτουργός — θεμιτουργός, όν (Μ) αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής τής τηρήσεως τού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ ουργός, υπ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”