- θεο-τἰμητος
θεο-τἰμητος, wie ein Gott zu verehren, Aesch. Ag. 1848 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-τἰμητος, wie ein Gott zu verehren, Aesch. Ag. 1848 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτίμητος — θεοτίμητος, ον (AM, Α δωρ. τ. θεοτίματος) αυτός που αξίζει να τιμηθεί ή τιμήθηκε από τον θεό ή τους θεούς («θεοτίμητος πόλις», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τίμητος (< τιμώ), πρβλ. αν εκ τίμητος, πολυ τίμητος] … Dictionary of Greek