- θεο-τρεφής
θεο-τρεφής, Gott ernährend; μᾶζαι Nonn. D. 9, 101; ἀμβροσίη Ptolem. 2 (IX, 577), wo die rechte Lesart ϑεοτροφίης ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-τρεφής, Gott ernährend; μᾶζαι Nonn. D. 9, 101; ἀμβροσίη Ptolem. 2 (IX, 577), wo die rechte Lesart ϑεοτροφίης ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] … Dictionary of Greek