- θεο-σῡλία
θεο-σῡλία, ἡ, Tempelraub, Ael. V. H. 6, 8 H. A. 10, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-σῡλία, ἡ, Tempelraub, Ael. V. H. 6, 8 H. A. 10, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροσυλία — η (Α νεκροσυλία) σύληση τού νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλία (< συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο συλία, ιερο συλία] … Dictionary of Greek