- θεο-σύ-στατος
θεο-σύ-στατος, Gott empfehlend, Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-σύ-στατος, Gott empfehlend, Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσύστατος — θεοσύστατος, ον (Α) 1. αυτός που συνεστήθη από τον θεό, που ιδρύθηκε από τον θεό 2. αυτός που υμνεί, που δοξάζει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύ στατος (< συν ίστημι), πρβλ. α σύ στατος, νεο σύ στατος] … Dictionary of Greek
θεοϋπόστατος — θεοϋπόστατος, ον (AM) αυτός που έχει θεία υπόσταση («θεοϋπόστατος ἡ Χριστοῡ σάρκωσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + υπό στατος (< υφ ίστημι), πρβλ. αν υπό στατος, τρισ υπό στατος] … Dictionary of Greek