- θεο-σφαγία
θεο-σφαγία, ἡ, Gottes Mord, Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-σφαγία, ἡ, Gottes Mord, Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσφαγία — θεοσφαγία, ἡ (AM) η αναίμακτη σφαγή τού Χριστού κατά τη θεία λειτουργία για μετάληψη τού σώματος και τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. χοιρο σφάγος > χοιρο σφαγία] … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
θεοδαίσιος — θεοδαίσιος, ὁ (Α)·1. επίθετο τού Διονύσου 2. ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δαίσιος (< δαίτης «ιερέας που διαμελίζει τα σφάγια» < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. επι δαίσιος] … Dictionary of Greek