- θεη-πόλος
θεη-πόλος, ὁ, Gott dienend, Nonn. par. 4, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεη-πόλος, ὁ, Gott dienend, Nonn. par. 4, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek
ιεραπόλος — ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α) ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αι πόλος, θεη πόλος). Ο τ. αντί *ιεροπόλος με ᾱ και η προς αποφυγή … Dictionary of Greek
kʷel-1, kʷelǝ- — kʷel 1, kʷelǝ English meaning: to turn; wheel; neck? Deutsche Übersetzung: “drehen, sich drehen, sich herumbewegen, fũrsorglich um jemandem herum sein, wohnen” under likewise Material: This root is related to the name of Celts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary