θεο-πόνητος

θεο-πόνητος

θεο-πόνητος, von Gott bereitet, λέχη Eur. Tr. 953 Hel. 590.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπόνητος — θεοπόνητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πόνητος (< πονώ «δουλεύω, κατασκευάζω»), πρβλ. αυτο πόνητος, χειρο πόνητος] …   Dictionary of Greek

  • χειροπόνητος — ον, Α χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. θεο πόνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”