παρα-γλύφω

παρα-γλύφω

παρα-γλύφω, ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραγλυφόντων — παρά γλύφω carve pres part act masc/neut gen pl παρά γλύφω carve pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγλύψαντα — παρά γλύφω carve aor part act neut nom/voc/acc pl παρά γλύφω carve aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγεγλύφθαι — παρά γλύφω carve perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγλύψαν — παρά γλύφω carve aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέγλυψεν — παρά γλύφω carve aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγλύψασα — παραγλύψᾱσα , παρά γλύφω carve aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπισθόγλυφα — Ομάδα φιδιών της οικογένειας των κολουβριδών, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών με ιοβόλο αυλάκι, που βρίσκεται στην πίσω επιφάνεια τους. Τα φίδια όμως αυτά δεν μπορούν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στο ζωντανό θήραμα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”