- παρ-αιθύσσω
παρ-αιθύσσω, daneben in Bewegung setzen, erregen, anfachen; Pind. P. 1, 87; συμμαχία ϑόρυβον παραίϑυξε, Ol. 11, 73; sp. D.; λαίφεα πάντ' ἐτίναξε παραιϑύξας πτερύγεσσιν, Ap. Rh. 2, 1253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιθύσσω, daneben in Bewegung setzen, erregen, anfachen; Pind. P. 1, 87; συμμαχία ϑόρυβον παραίϑυξε, Ol. 11, 73; sp. D.; λαίφεα πάντ' ἐτίναξε παραιϑύξας πτερύγεσσιν, Ap. Rh. 2, 1253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία … Dictionary of Greek
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek