- λιμνῆτις
λιμνῆτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp., λιμνᾶτις βδέλλα, Theocr. 2, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμνῆτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp., λιμνᾶτις βδέλλα, Theocr. 2, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμνῆτις — λιμνήτης living in marshes fem nom sg λιμνῆτις living in marshes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνάτις — Προσωνυμία της Άρτεμης. Αρχικά η Λ. ήταν τοπική θεότητα και λατρευόταν κοντά σε λίμνες και έλη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σε πολλές γραπτές παραδόσεις των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και σε αρκετές επιγραφές, αναφέρεται η ονομασία Λ. χωρίς το… … Dictionary of Greek
λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… … Dictionary of Greek
λιμνῆτι — λιμνήτης living in marshes fem voc sg λιμνῆτις living in marshes fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνήτιδος — λιμνήτης living in marshes fem gen sg λιμνῆτις living in marshes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)