- λιμνῆστις
λιμνῆστις, ιδος, ἡ, ein Sumpfgewächs, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμνῆστις, ιδος, ἡ, ein Sumpfgewächs, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίμνηστις — λίμνηστις, ήστεως, ἡ (Α) 1. το φυτό κενταύριο το μέγα 2. η λιμνησία,* η αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστής < *λιμνηδτής < λίμνη + ηδ τής (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. κριμν ήστις] … Dictionary of Greek
λίμνηστις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνήστινον — λιμνήστινον, τὸ (Α) [λίμνηστις] φάρμακο παρασκευασμένο από λιμνησία*, από αδάρκη … Dictionary of Greek
λιμνήστιον — λιμνήστιον, τὸ (Α) [λίμνηστις] λιμνήστινον* … Dictionary of Greek
λιμνήστεως — λιμνήστεω̆ς , λίμνηστις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)