- λιμνᾱ-γενής
λιμνᾱ-γενής, ές, in dem Sumpfe geboren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμνᾱ-γενής, ές, in dem Sumpfe geboren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek