λιμνήτης

λιμνήτης

λιμνήτης, ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… …   Dictionary of Greek

  • λιμνήτης — living in marshes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνᾶτιν — λιμνήτης living in marshes fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνᾶτις — λιμνήτης living in marshes fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνῆτι — λιμνήτης living in marshes fem voc sg λιμνῆτις living in marshes fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνῆτις — λιμνήτης living in marshes fem nom sg λιμνῆτις living in marshes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνήτιδος — λιμνήτης living in marshes fem gen sg λιμνῆτις living in marshes fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • λιμνάτις — Προσωνυμία της Άρτεμης. Αρχικά η Λ. ήταν τοπική θεότητα και λατρευόταν κοντά σε λίμνες και έλη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σε πολλές γραπτές παραδόσεις των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και σε αρκετές επιγραφές, αναφέρεται η ονομασία Λ. χωρίς το… …   Dictionary of Greek

  • Λιμενία — I Προσωνυμία της Αφροδίτης στην Ερμιόνη. Λατρευόταν και ως Ποντία, επειδή τη θεωρούσαν προστάτιδα των λιμανιών και των θαλάσσιων οδών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στην Ερμιόνη υπήρχε κολοσσιαίο άγαλμα της Λ. Αφροδίτης. II Αρχαία πόλη της Κύπρου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”