- λινίσκος
λινίσκος, ὁ, dim. von λίνον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινίσκος, ὁ, dim. von λίνον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινίσκος — λινίσκος, ὁ (Μ) [λίνος] υποκορ. τού λίνος … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek