- θεμί-σκοπος
θεμί-σκοπος, auf das Recht sehend, gerechte Aufsicht übend, Pind. N. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμί-σκοπος, auf das Recht sehend, gerechte Aufsicht übend, Pind. N. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοσκόπος — λογοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που κατασκοπεύει και ακούει κρυφά, ωτακουστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + σκόπος* (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. θεμι σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek