- θεμάτιον
θεμάτιον, τό, dim. zu ϑέμα, bes. Constellation der Sterne, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμάτιον, τό, dim. zu ϑέμα, bes. Constellation der Sterne, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμάτιον — θεμάτιον, τό (Α) (υποκορ. τού θέμα*) αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + υποκορ. καταλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, κοράσ ιον)] … Dictionary of Greek
θεμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεματίου — θεμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμάτια — θεμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)