λιβάς

λιβάς

λιβάς, άδος, ἡ (λείβω), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρϑένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα λιβάς, Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch λίψ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιβάς — anything that drips fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάς — (I) λιβάς, άδος, ἡ (ΑM) λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.) αρχ. 1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού 2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό… …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο νοτιοδυτικός ζεστός και ξηρός άνεμος: Το σιτάρι ξεράθηκε από το λίβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβᾶς — λιβᾶ̱ς , λιβάζω let fall in drops fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβας — λίψ 1 the SW. wind masc acc pl λίψ 2 stream fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδα — λιβάς anything that drips fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδας — λιβάς anything that drips fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδες — λιβάς anything that drips fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδεσσι — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδεσσιν — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”