- λινο-φθόρος
λινο-φθόρος, Leinwand vernichtend, λινοφϑόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινο-φθόρος, Leinwand vernichtend, λινοφϑόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοφθόρος — ξυλοφθόρος, ὁ, ἡ ξυλοφθόρος, τὸ (Α) είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λινο φθόρος] … Dictionary of Greek