- λινο-υφής
λινο-υφής, ές, aus Flachs gewebt, E. M. 558, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινο-υφής, ές, aus Flachs gewebt, E. M. 558, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] … Dictionary of Greek
παρυφής — ές, ΜΑ 1. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός που έχει παρυφή, ο παρυφασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρυφές η παρυφή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. λινο ϋφής] … Dictionary of Greek
πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek